-
1 ἐξανατέλλω
2 intr., spring up from,χθονός Emp.62.4
;ἀφ' αἵματος Mosch. 2.58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανατέλλω
См. также в других словарях:
εξανατέλλω — (AM έξανατέλλω) μσν. νεοελλ. (αμτβ.) 1. ανατέλλω, εμφανίζομαι 2. (για ήλιο, αστέρια) ανατέλλω, αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα («ἡ τὸν Θεὸν ἐξανατείλαντα... σωματώσασα», Μηναία) αρχ. μσν. κάνω κάτι να προβάλει, να ανατείλει, να αναφανεί, να… … Dictionary of Greek